ρουφηξιά

ρουφηξιά
η, Ν
1. η ρουφηγματιά
2. η ποσότητα τού καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά τού τσιγάρου
3. φρ. «με μια ρουφηξιά» — μονορούφι, διαμιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ- τού αορ. ρούφηξα τού ρουφώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. αλλαξ-ιά)]·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρουφηγματιά — ρουφηγματιά, η και ρουφηξιά, η όσο μπορεί κανείς κάθε φορά να ρουφήξει: Ήπιε μια ρουφηξιά κρασί και ζωντάνεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] …   Dictionary of Greek

  • γουλιά — η [γούλα] 1. η ποσότητα νερού ή άλλου ποτού που χωράει στη στοματική κοιλότητα για μία μόνο κατάποση, ρουφηξιά 2. (για τα υγρά) μικρή ποσότητα …   Dictionary of Greek

  • δέλεαρ — (δελέατος), το (AM δέλεαρ) 1. το δόλωμα 2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ τής εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ,… …   Dictionary of Greek

  • κοπανιά — η (Μ κοπανιά) 1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο 2. τραύμα από χτύπημα 3. φορά 4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά 5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμή β) μια για πάντα, μια και καλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. ιά (πρβλ. κλοτσ ιά σφυρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • μονορούφι — επίρρ. 1. με μια ρουφηξιά, μονομιάς («ήπιε το κρασί μονορούφι») 2. συνεχώς, χωρίς διακοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρουφώ] …   Dictionary of Greek

  • μονόρουφα — (Μ) επίρρ. με μια ρουφηξιά, μονομιάς, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρουφῶ, κατά τα επιρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • ολοσπάς — ὁλοσπάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που τήν κατάπιε εντελώς κάποιος με μια γουλιά, με μια ρουφηξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σπάς, άδος (< σπῶ), πρβλ. νεο σπάς] …   Dictionary of Greek

  • ρουφαλιά — η, Ν η ρουφηξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ + κατάλ. αλιά (πρβλ. σιγ αλιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”